στούκας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στούκας < (άμεσο δάνειο) γερμανική Stuka < Sturzkampfflugzeug

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στούκας ουδέτερο άκλιτο

  1. γερμανικό βομβαρδιστικό καθέτου εφορμήσεως του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου (Junkers Ju 87). Το όνομα προκύπτει από τη σύντμηση του όρου για την κάθετη εφόρμηση στα γερμανικά αλλά χρησιμοποιείται αποκλειστικά για το συγκεκριμένο αεροσκάφος.
  2. (μεταφορικά) χαρακτηρισμός ιπτάμενου αντικειμένου και ιδιαίτερα των κουνουπιών
  3. (οικείο) χαρακτηρισμός τσιγάρου με βαριά γεύση ή κακής ποιότητας

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]