στο πι και φι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sto‿pi‿ce‿ˈfi/ & /sto‿ˈpi ce‿ˈfi/
Έκφραση
[επεξεργασία]στο πι και φι
- πολύ γρήγορα, άμεσα, αστραπιαία, στο άψε σβήσε
- ⮡ Έκανε όλες τις διορθώσεις στο πι και φι.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- στο άψε σβήσε
- → και δείτε αμέσως#Συνώνυμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)