στο πουθενά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Σύνθετο Επίρρημα, Έκφραση[επεξεργασία]

στο πουθενά (el)

  • για κατάσταση, διαδρομή, συζήτηση, προσπάθεια κτλ. που δεν οδηγεί πουθενά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]