στρίφωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στρίφωμα < στριφώνω + -μα < μεσαιωνική ελληνική στρίφω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στρίφωμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στριφώνω
- το γυρισμένο και ραμμένο τμήμα τού κάτω μέρους ενός υφάσματος ή ρούχου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη στριφώνω