στραβάδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στραβάδι τα στραβάδια
      γενική του στραβαδιού των στραβαδιών
    αιτιατική το στραβάδι τα στραβάδια
     κλητική στραβάδι στραβάδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στραβάδι < στραβός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στραβάδι ουδέτερο

  1. αυτός που δεν μπορεί να δει καλά
  2. αυτός που κάνει κάτι επικίνδυνο από απροσεξία
  3. ο καινούργιος, αυτός που δεν ξέρει καλά μια δουλειά· (ειδικότερα, στρατιωτική αργκό), ο νεοσύλλεκτος, ο νέος στο στρατό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]