στραβοδίβουλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στραβοδίβουλος η στραβοδίβουλη το στραβοδίβουλο
      γενική του στραβοδίβουλου της στραβοδίβουλης του στραβοδίβουλου
    αιτιατική τον στραβοδίβουλο τη στραβοδίβουλη το στραβοδίβουλο
     κλητική στραβοδίβουλε στραβοδίβουλη στραβοδίβουλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στραβοδίβουλοι οι στραβοδίβουλες τα στραβοδίβουλα
      γενική των στραβοδίβουλων των στραβοδίβουλων των στραβοδίβουλων
    αιτιατική τους στραβοδίβουλους τις στραβοδίβουλες τα στραβοδίβουλα
     κλητική στραβοδίβουλοι στραβοδίβουλες στραβοδίβουλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στραβοδίβουλος < στραβ(ός) + -ο- + δίβουλος

Επίθετο[επεξεργασία]

στραβοδίβουλος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]