στραβολαγκάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στραβολαγκάδα θηλυκό (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) σε ποια ιδιώματα
- (ιδιωματικό, όπως στη Νάξο) η κυρτή ή πλάγια λαγκάδα
- ονομασία μιας των στοών του σμυριδορυχείου της Κορώνου της Νάξου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στραβολαγκάδα
|