στραβοπάτημα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στραβοπάτημα < στραβοπατώ + -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στραβοπάτημα ουδέτερο
- (προφορικό, κυριολεκτικά, μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του στραβοπατώ