στραγγίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στραγγίζω < ελληνιστική κοινή στραγγίζω < στράγξ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /stɾaŋˈɟi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στραγ‐γί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

στραγγίζω (παθητική φωνή: στραγγίζομαι)

  1. αφαιρώ το υγρό που υπάρχει κάπου με στραγγιστήρι ή άλλο τρόπο, αφήνοντάς το να τρέξει ως την τελευταία σταγόνα
  2. (μεταφορικά) χάνω την ικμάδα ή την αντοχή μου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στραγγίζω < στράγξ + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

στραγγίζω