στραγγαλίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /stɾaŋ.ɡaˈli.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στραγ‐γα‐λί‐ζο‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
στραγγαλίζομαι, π.αόρ.: στραγγαλίστηκα, μτχ.π.π.: στραγγαλισμένος, (ενεργ.: στραγγαλίζω)
- παθητική φωνή του ρήματος στραγγαλίζω → δείτε και την κλίση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
στραγγαλίζομαι
- (ελληνιστική κοινή) μεσοπαθητική φωνή του ρήματος στραγγαλίζω