στρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρας < (λόγιο δάνειο) γαλλική strass[1] < από το όνομα του Αυστριακού κοσμηματοποιού Strasser

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στρας ουδέτερο άκλιτο

  1. κομμάτι από γυαλί εμποτισμένο με μόλυβδο, που χρησιμοποιείται στην κοσμηματοποιία για απομίμηση πολύτιμων λίθων
  2. (συνεκδοχικά) κόσμημα που αποτελείται κυρίως από τέτοιο υλικό
  3. (μεταφορικά) χαρακτηρισμός για κάτι φανταχτερό, συνήθως και ευτελές

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]