στρατήγημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στρατήγημα τα στρατηγήματα
      γενική του στρατηγήματος των στρατηγημάτων
    αιτιατική το στρατήγημα τα στρατηγήματα
     κλητική στρατήγημα στρατηγήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρατήγημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρατήγημα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /stɾaˈti.ʝi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρα‐τή‐γη‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στρατήγημα ουδέτερο

  1. (στρατιωτικός όρος) έξυπνο πολεμικό αμυντικό ή επιθετικό τέχνασμα
  2. (μεταφορικά) απατηλός τρόπος, πανουργία
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη κόλπο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ στρατήγημᾰ τὰ στρατηγήμᾰτ
      γενική τοῦ στρατηγήμᾰτος τῶν στρατηγημᾰ́των
      δοτική τῷ στρατηγήμᾰτ τοῖς στρατηγήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ στρατήγημᾰ τὰ στρατηγήμᾰτ
     κλητική ! στρατήγημᾰ στρατηγήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στρατηγήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  στρατηγημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρατήγημα < στρατηγέω / στρατηγῶ, στρᾰτηγη- + -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στρατήγημα, -ατος ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]