στρατιωτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στρατιωτικό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στρατιωτικό ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στρατιωτικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
στρατιωτικό
- αιτιατική ενικού του στρατιωτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του στρατιωτικός