στρατιωτικός νόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στρατιωτικός νόμος < → δείτε τις λέξεις στρατιωτικός και νόμος
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
στρατιωτικός νόμος αρσενικό
- (νομικός όρος) ειδική νομοθεσία που εφαρμόζεται σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, αναστέλλοντας θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις, ώστε να μην απειλείται η εθνική ή πολιτειακή ασφάλεια, ή όταν ο στρατός παίρνει τον έλεγχο της πολιτικής διοίκησης της δικαιοσύνης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στρατιωτικός νόμος