στρατοδίκης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στρατοδίκης < στρατοδικ(είο) + -ης. Μορφολογικά αναλύεται σε στρατο- + -δίκης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στρατοδίκης αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος, νομικός όρος) στρατιωτικός δικαστής, μέλος στρατοδικείου
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στρατοδίκης
|
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα στρατο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δίκης (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)