Μετάβαση στο περιεχόμενο

στρατοδίκης

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στρατοδίκης οι στρατοδίκες
      γενική του στρατοδίκη των στρατοδικών
    αιτιατική τον στρατοδίκη τους στρατοδίκες
     κλητική στρατοδίκη στρατοδίκες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στρατοδίκης < στρατοδικ(είο) + -ης. Μορφολογικά αναλύεται σε στρατο- + -δίκης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στρατοδίκης αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις στρατός και δίκη

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]