στρατολογία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στρατολογία θηλυκό
- Στρατιωτική υπηρεσία αρμόδια για την κατάταξη των πολιτών στο στράτευμα και για τον έλεγχο της εκπλήρωσης των στρατιωτικών υποχρεώσεών τους.
- Η κλήση και η κατάταξη των πολιτών στις ένοπλες δυνάμεις.
- Η προσέλκυση οπαδών σε ένα κόμμα ή μια ιδεολογία.
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στρατολογία
|