στρατολογούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στρατολογούμαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
στρατολογούμαι , πρτ.: στρατολογούμουν, στ.μέλλ.: θα στρατολογηθώ, αόρ.: στρατολογήθηκα, μτχ.π.π.: στρατολογημένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στρατολογούμαι