στρατολογώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στρατολογώ <
- 1. με την κυριολεκτική σημασία: (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στρατολογέω < στρατός + -λογώ (< λέγω (συλλέγω, συγκεντρώνω))
- 2. με τη μεταφορική σημασία: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική recruter
Ρήμα
[επεξεργασία]στρατολογώ (παθητική φωνή: στρατολογούμαι)
- εντάσσω νεοσύλλεκτους στις ένοπλες δυνάμεις
- (μεταφορικά) προσελκύω οπαδούς και νέα στελέχη σε ένα πολιτικό κόμμα, οργάνωση ή ιδεολογία
Συγγενικά
[επεξεργασία]- στρατολογία
- στρατολόγος
- στρατολόγηση
- → και δείτε τις λέξεις στρατός και λέγω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- στρατολογώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στρατολογώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)