στρατοπεδεύω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στρατοπεδεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρατοπεδεύω
Ρήμα
[επεξεργασία]στρατοπεδεύω
- (αμετάβατο, στρατιωτικός όρος) (για στρατιωτική μονάδα) εγκαθίσταμαι προσωρινά σε κάποιο χώρο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- στρατοπέδευση
- στρατοπεδευτικός
- → και δείτε τις λέξεις στρατόπεδο και στρατός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στρατοπεδεύω
|
Πηγές
[επεξεργασία]- στρατοπεδεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στρατοπεδεύω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)