Μετάβαση στο περιεχόμενο

στρατοπεδεύω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στρατοπεδεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρατοπεδεύω

στρατοπεδεύω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]