Μετάβαση στο περιεχόμενο

στρεβλότης

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στρεβλότης αἱ στρεβλότητες
      γενική τῆς στρεβλότητος τῶν στρεβλοτήτων
      δοτική τῇ στρεβλότητ ταῖς στρεβλότησ(ν)
    αιτιατική τὴν στρεβλότητ τὰς στρεβλότητᾰς
     κλητική ! στρεβλότης στρεβλότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στρεβλότητε
γεν-δοτ τοῖν  στρεβλοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στρεβλότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική στρεβλό(ς) + -της

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στρεβλότης, -ητος θηλυκό