στρεβλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρεβλώνω < αρχαία ελληνική στρεβλόω / στρεβλῶ < στρεβλός < στρέφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *strebʰ-

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /stɾeˈvlo.no/

Ρήμα[επεξεργασία]

στρεβλώνω (παθητική φωνή: στρεβλώνομαι)

  1. (κυριολεκτικά) στραβώνω, παραμορφώνω, κάνω κάτι στρεβλό
  2. (μεταφορικά) διαστρεβλώνω, παραποιώ, διαστρέφω, παραμορφώνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]