στρεπτόκοκκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στρεπτόκοκκος οι στρεπτόκοκκοι
      γενική του στρεπτόκοκκου
στρεπτοκόκκου
των στρεπτόκοκκων
στρεπτοκόκκων
    αιτιατική τον στρεπτόκοκκο τους στρεπτόκοκκους
στρεπτοκόκκους
     κλητική στρεπτόκοκκε στρεπτόκοκκοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρεπτόκοκκος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική streptocoque < αρχαία ελληνική στρεπτός + κόκκος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στρεπτόκοκκος αρσενικό

  • (βιολογία) ένα gram-θετικό βακτήριο, πολλά είδη του οποίου απαντώνται στην στοματική κοιλότητα ή στα έντερα χωρίς να προκαλούν λοίμωξη, άλλα όμως είναι παθογόνα και επικίνδυνα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]