στρεσογόνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στρεσογόνος η στρεσογόνος
στρεσογόνα
το στρεσογόνο
      γενική του στρεσογόνου της στρεσογόνου
στρεσογόνας
του στρεσογόνου
    αιτιατική τον στρεσογόνο τη στρεσογόνο
στρεσογόνα
το στρεσογόνο
     κλητική στρεσογόνε στρεσογόνε
στρεσογόνα
στρεσογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στρεσογόνοι οι στρεσογόνοι
στρεσογόνες
τα στρεσογόνα
      γενική των στρεσογόνων των στρεσογόνων των στρεσογόνων
    αιτιατική τους στρεσογόνους τις στρεσογόνους
στρεσογόνες
τα στρεσογόνα
     κλητική στρεσογόνοι στρεσογόνοι
στρεσογόνες
στρεσογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρεσογόνος <στρες + ο + επίθημα -γόνος

Επίθετο[επεξεργασία]

στρεσογόνος -ος, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]