στρεσογόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
στρεσογόνος -ος, -ο
- που προκαλεί άγχος, στρες
- ※ Εκτιθέμεθα σε όλο και περισσότερες χρόνιες στρεσογόνες καταστάσεις και τα νοσήματα που σχετίζονται με το στρες αυξάνονται (από εκπαιδευτικό υλικό της καθ. του Τμήματος Νοσηλευτικής του TEI Θεσσαλίας Ευαγγελίας Κοτρώτσιου στην «Εισαγωγή στη Νοσηλευτική Επιστήμη. 4. Στρες και στρατηγικές αντιμετώπισης – νοσηλευτική φροντίδα», διαφ. #7· πρόσβαση: 2019-09-30).