στριγκλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στριγκλιά | οι | στριγκλιές |
γενική | της | στριγκλιάς | των | στριγκλιών |
αιτιατική | τη | στριγκλιά | τις | στριγκλιές |
κλητική | στριγκλιά | στριγκλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στριγκλιά < μεσαιωνική ελληνική στριγγιά < ελληνιστική κοινή στρίξ (με παρετυμολόγηση από τη λέξη στρίγκλα[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στριγκλιά θηλυκό
- κραυγή σε τόνο οξύ και διαπεραστικό
- (κατ’ επέκταση) μοχθηρή και κακή ενέργεια ή πράξη
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη στρίγκλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ στριγκλιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)