Μετάβαση στο περιεχόμενο

στριγκλιάζω

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στριγκλιάζω < στριγκλιά + -άζω

στριγκλιάζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]