στριμωγμένη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
στριμωγμένη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του στριμωγμένος
- ↪ Είμαι στριμωγμένη στο μετρό
- ↪ Δεν μπορώ να κάνω παρατυπίες και διευκολύνσεις, γιατί είμαι στριμωγμένη, με έχουν βάλει στο μάτι