στρινγκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρινγκ < αγγλική string

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στρινγκ ουδέτερο άκλιτο

  • μαγιό ή εσώρουχο, που αποτελείται κυρίως από ένα κορδονάκι και καλύπτει ελάχιστα τα επίμαχα σημεία

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]