στρινγκάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στρινγκάκι τα στρινγκάκια
      γενική
    αιτιατική το στρινγκάκι τα στρινγκάκια
     κλητική στρινγκάκι στρινγκάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρινγκάκι < υποκοριστικό του στρινγκ < αγγλική string

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στρινγκάκι ουδέτερο