στριπτίζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στριπτίζ < αγγλική striptease
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στριπτίζ ουδέτερο
- το γδύσιμο, η ενέργεια με την οποία κάποιος/κάποια βγάζει αργά τα ρούχα του/της με τη συνοδεία μουσικής, συχνά σε δημόσιο χώρο διασκέδασης, για να ερεθίσει σεξουαλικά τον/τους θεατές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στριπτίζ