στριπτίζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στριπτίζ < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική striptease < αγγλική striptease [1] < strip (γδύνω) + tease (ενοχλώ, πειράζω) ή από την αγγλική [2]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στριπτίζ ουδέτερο άκλιτο
- το γδύσιμο, η ενέργεια με την οποία κάποιος/κάποια βγάζει αργά τα ρούχα του/της με τη συνοδεία μουσικής, συχνά σε δημόσιο χώρο διασκέδασης, για να ερεθίσει σεξουαλικά τον/τους θεατές
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- στριπτήζ (μη απλοποιημένη γραφή)
[επεξεργασία]
- στρίπερ
- στριπτιζάκι
- στριπτιζάδικο
- στριπτιζέζ
- στριπτιζού
- στριπτιτζού
- → δείτε και τους όρους κόμικ στριπ, στριπ και στριπάκι
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στριπτίζ
[επεξεργασία]
- ↑ στριπτίζ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- στριπτίζ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)