Μετάβαση στο περιεχόμενο

στροβιλίζω

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στροβιλίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στροβιλίζω

στροβιλίζω (παθητική φωνή: στροβιλίζομαι)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]