στροβιλᾶς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Στροβίλας
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική στροβιλᾶς
      γενική τοῦ στροβιλ
      δοτική τῷ στροβιλ
    αιτιατική τὸν στροβιλᾶν
     κλητική ! στροβιλ
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'Μηνᾶς' όπως «Μηνᾶς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στροβιλᾶς (ελληνιστική κοινή) < στρόβιλ(ος) (κουκουνάρι) + -ᾶς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στροβιλᾶς, -ᾶ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]