στροβοσκοπικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στροβοσκοπικός η στροβοσκοπική το στροβοσκοπικό
      γενική του στροβοσκοπικού της στροβοσκοπικής του στροβοσκοπικού
    αιτιατική τον στροβοσκοπικό τη στροβοσκοπική το στροβοσκοπικό
     κλητική στροβοσκοπικέ στροβοσκοπική στροβοσκοπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στροβοσκοπικοί οι στροβοσκοπικές τα στροβοσκοπικά
      γενική των στροβοσκοπικών των στροβοσκοπικών των στροβοσκοπικών
    αιτιατική τους στροβοσκοπικούς τις στροβοσκοπικές τα στροβοσκοπικά
     κλητική στροβοσκοπικοί στροβοσκοπικές στροβοσκοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στροβοσκοπικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

στροβοσκοπικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]