στροβοσκόπιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στροβοσκόπιο τα στροβοσκόπια
      γενική του στροβοσκοπίου
στροβοσκόπιου
των στροβοσκοπίων
    αιτιατική το στροβοσκόπιο τα στροβοσκόπια
     κλητική στροβοσκόπιο στροβοσκόπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στροβοσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική stroboscope + -ία < αρχαία ελληνική στρόβος[1] + σκοπέω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στροβοσκόπιο ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Stroboscope στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • στροβοσκόπιο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. στρόβος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.