στροβοσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στροβοσκόπιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στροβοσκόπιο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στροβοσκόπιο
|