στρογγυλεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρογγυλεύω < στρογγυλ(ός) + -εύω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /stɾoŋ.ɟiˈle.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρογ‐γυ‐λεύ‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

στρογγυλεύω, αόρ.: στρογγύλεψα, παθ.φωνή: στρογγυλεύομαι, π.αόρ.: στρογγυλεύτηκα, μτχ.π.π.: στρογγυλεμένος

  1. δίνω σε κάτι σχήμα στρογγυλό
  2. γίνομαι στρογγυλός
    άλλες μορφές: στρογγυλεύομαι
  3. (μεταφορικά) γίνομαι πιο παχύς, παχαίνω, αφρατεύω
  4. (μεταφορικά) μετατρέπω ένα ποσό ή αριθμό σε ακέραιο, προσθέτοντας ή αφαιρώντας ό,τι χρειάζεται
    άλλες μορφές: στρογγυλοποιώ
  5. (μεταφορικά) χρησιμοποιώ λιγότερο αιχμηρές εκφράσεις ή διατυπώσεις

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]