στρουθί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στρουθί τα στρουθιά
      γενική του στρουθιού των στρουθιών
    αιτιατική το στρουθί τα στρουθιά
     κλητική στρουθί στρουθιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρουθί < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική στρουθίον, υποκοριστικό του στρουθός. Διατηρεί τη σημασία του υποκοριστικού. Συγκρίνετε με το λογιότερο στρουθίο και το κυπριακό στρούθος.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /stɾuˈθi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρου‐θί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στρουθί ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]