στρωματοποιημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στρωματοποιημένος η στρωματοποιημένη το στρωματοποιημένο
      γενική του στρωματοποιημένου της στρωματοποιημένης του στρωματοποιημένου
    αιτιατική τον στρωματοποιημένο τη στρωματοποιημένη το στρωματοποιημένο
     κλητική στρωματοποιημένε στρωματοποιημένη στρωματοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στρωματοποιημένοι οι στρωματοποιημένες τα στρωματοποιημένα
      γενική των στρωματοποιημένων των στρωματοποιημένων των στρωματοποιημένων
    αιτιατική τους στρωματοποιημένους τις στρωματοποιημένες τα στρωματοποιημένα
     κλητική στρωματοποιημένοι στρωματοποιημένες στρωματοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρωματοποιημένος < λείπει η ετυμολογία

Μετοχή[επεξεργασία]

στρωματοποιημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]