στρωματοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στρωματοποιημένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή[επεξεργασία]
στρωματοποιημένος, -η, -ο
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
- στρωματοποιημένο δείγμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στρωματοποιημένος
|