στρόφαλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στρόφαλο | τα | στρόφαλα |
γενική | του | στρόφαλου | των | στρόφαλων |
αιτιατική | το | στρόφαλο | τα | στρόφαλα |
κλητική | στρόφαλο | στρόφαλα | ||
Δείτε και στρόφαλος (αρσενικό). | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στρόφαλο < ο στρόφαλος (αρσενικό), μεταπλασμός σε ουδέτερο με βάση την αιτιατική «τον στρόφαλο»[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στρόφαλο ουδέτερο
- εκφορά σε ουδέτερο γένος στρόφαλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στρόφαλο
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ στρόφαλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας