στρόφαλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στρόφαλο τα στρόφαλα
      γενική του στρόφαλου των στρόφαλων
    αιτιατική το στρόφαλο τα στρόφαλα
     κλητική στρόφαλο στρόφαλα
Δείτε και στρόφαλος (αρσενικό).
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρόφαλο < ο στρόφαλος (αρσενικό), μεταπλασμός σε ουδέτερο με βάση την αιτιατική «τον στρόφαλο»[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στρόφαλο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]