στυλωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στυλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στυλώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
στυλωμένος, -η, -ο
- εντελώς ακίνητος, ακινητοποιημένος
- ※ Τα μάτια της, ανέκφραστα, αμίλητα μέναν απάνω του στυλωμένα. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
- → δείτε τη λέξη στυλώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στυλωμένος
|