στυλωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στυλωμένος η στυλωμένη το στυλωμένο
      γενική του στυλωμένου της στυλωμένης του στυλωμένου
    αιτιατική τον στυλωμένο τη στυλωμένη το στυλωμένο
     κλητική στυλωμένε στυλωμένη στυλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στυλωμένοι οι στυλωμένες τα στυλωμένα
      γενική των στυλωμένων των στυλωμένων των στυλωμένων
    αιτιατική τους στυλωμένους τις στυλωμένες τα στυλωμένα
     κλητική στυλωμένοι στυλωμένες στυλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στυλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στυλώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

στυλωμένος, -η, -ο

  1. εντελώς ακίνητος, ακινητοποιημένος
    ※  Τα μάτια της, ανέκφραστα, αμίλητα μέναν απάνω του στυλωμένα. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
  2. → δείτε τη λέξη στυλώνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]