στυππίον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | στυππίον | τὰ | στυππίᾰ |
γενική | τοῦ | στυππίου | τῶν | στυππίων |
δοτική | τῷ | στυππίῳ | τοῖς | στυππίοις |
αιτιατική | τὸ | στυππίον | τὰ | στυππίᾰ |
κλητική ὦ! | στυππίον | στυππίᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στυππίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | στυππίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στυππίον (& στυππεῖον & στυπεῖον)
- άλλη μορφή του στυππεῖον
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'τέκνον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)