στυπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στυπτικός < αρχ. ελλ. ρήμα στύφω
Επίθετο
[επεξεργασία]στυπτικός
- συσταλτικός, συσφιγκτικός
- αγγειοσυσταλτικός, έμμεσα αιμοστατικός και, επίσης έμμεσα, αντισηπτικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στυπτικός