στόκολο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στόκολο τα στόκολα
      γενική του στόκολου των στόκολων
    αιτιατική το στόκολο τα στόκολα
     κλητική στόκολο στόκολα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στόκολο < αγγλική stokehold < stoke + hold

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στόκολο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]