Μετάβαση στο περιεχόμενο

στόκολο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στόκολο τα στόκολα
      γενική του στόκολου των στόκολων
    αιτιατική το στόκολο τα στόκολα
     κλητική στόκολο στόκολα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στόκολο < αγγλική stokehold < stoke + hold

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στόκολο ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]