Μετάβαση στο περιεχόμενο

στόλαρχος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στόλαρχος οι στόλαρχοι
      γενική του στόλαρχου
& στολάρχου
των στόλαρχων
& στολάρχων
    αιτιατική τον στόλαρχο τους στόλαρχους
& στολάρχους
     κλητική στόλαρχε στόλαρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στόλαρχος > (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στόλαρχος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε στόλ(ος) + -αρχος < άρχω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsto.laɾ.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στόλαρχος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στόλαρχος αρσενικό

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • τίτλος, και όχι επίσημος βαθμός του πολεμικού ναυτικού

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στόλαρχος < στόλ(ος) + -αρχος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στόλαρχος αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]