στόλαρχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | στόλαρχος | οι | στόλαρχοι |
γενική | του | στόλαρχου & στολάρχου |
των | στόλαρχων & στολάρχων |
αιτιατική | τον | στόλαρχο | τους | στόλαρχους & στολάρχους |
κλητική | στόλαρχε | στόλαρχοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στόλαρχος > (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στόλαρχος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε στόλ(ος) + -αρχος < άρχω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈsto.laɾ.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στό‐λαρ‐χος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στόλαρχος αρσενικό
- (ναυτικός όρος) επικεφαλής πολεμικού στόλου
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- τίτλος, και όχι επίσημος βαθμός του πολεμικού ναυτικού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στόλαρχος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ στόλαρχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στόλαρχος αρσενικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- στόλαρχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αρχος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αρχος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)