στόλισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στόλισμα τα στολίσματα
      γενική του στολίσματος των στολισμάτων
    αιτιατική το στόλισμα τα στολίσματα
     κλητική στόλισμα στολίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στόλισμα < στολίζω, στολισ- + -μα. Διαφορετικό το αρχαίο στόλισμα.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsto.li.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στό‐λι‐σμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στόλισμα ουδέτερο

  1. άλλη μορφή του στολισμός
  2. άλλη μορφή του στολίδι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ στόλισμᾰ τὰ στολίσμᾰτ
      γενική τοῦ στολίσμᾰτος τῶν στολισμᾰ́των
      δοτική τῷ στολίσμᾰτ τοῖς στολίσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ στόλισμᾰ τὰ στολίσμᾰτ
     κλητική ! στόλισμᾰ στολίσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στολίσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  στολισμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στόλισμα < στολίζω, στολισ- + -μα < → δείτε τη λέξη στολή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στόλισμα ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]