στόλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | στόλος | οι | στόλοι |
γενική | του | στόλου | των | στόλων |
αιτιατική | τον | στόλο | τους | στόλους |
κλητική | στόλε | στόλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στόλος < αρχαία ελληνική στόλος < στέλλω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στόλος αρσενικό
- σύνολο πλοίων υπό την ίδια σημαία
- ο εμπορικός στόλος της Ελλάδας
- η ναυτική σύγκρουση μεταξύ των δύο στόλων
- μεγάλη μονάδα του πολεμικού ναυτικού που περιλαμβάνει το σύνολο των πλοίων που επιχειρούν σε μια συγκεκριμένη περιοχή
- ο αμερικανικός 6ος στόλος
- σύνολο οχημάτων ή αεροσκαφών της ίδιας ιδιοκτησίας
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | στόλος | οἱ | στόλοι |
γενική | τοῦ | στόλου | τῶν | στόλων |
δοτική | τῷ | στόλῳ | τοῖς | στόλοις |
αιτιατική | τὸν | στόλον | τοὺς | στόλους |
κλητική ὦ! | στόλε | στόλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στόλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | στόλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στόλος < στέλλω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στόλος αρσενικό
- εφοδιασμός για πολεμικές επιχειρήσεις σε ξηρά ή θάλασσα
- εξοπλισμός, οπλισμός
- στρατιά
- (ναυτικός όρος) στόλος, θαλάσσια δύναμη
- οὐ πολλῷ στόλῳ: με ένα μόνο πλοίο
- εξοπλισμός, οπλισμός
- ταξίδι, οδοιπορία
- αποστολή (η αιτία του ταξιδιού)
- (αθλητισμός) (περίφραση) παγκρατίου στόλος, συνώνυμο της λέξης παγκράτιον
- (ναυτικός όρος) έμβολο πλοίου
[επεξεργασία]
- ἀπoστόλιον
- ἀπόστολος
- αὐτόστολος
- διαποστολεύς
- ἐπαποστολή
- ἐπιστολή
- ἰδιόστολος
- μονόστολος
- νεκυοστόλος
- στολάρχης
- στόλαρχος
- ὑδροστόλος
- φορτοστόλος
- ψευδαπόστολος
- και → δείτε τη λέξη στολή και στέλλω
[επεξεργασία]
- «στόλος» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «στόλος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Αθλητισμός (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)