στόμαργος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

στόμαργος, -ος, -ον

  • που μιλάει πολύ, δυνατά και ενοχλητικά