στόμφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στόμφος οι στόμφοι
      γενική του στόμφου των στόμφων
    αιτιατική τον στόμφο τους στόμφους
     κλητική στόμφε στόμφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στόμφος < αρχαία ελληνική στόμφος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στόμφος αρσενικό

  1. ο επιτηδευμένος λόγος, η επιλογή εντυπωσιακών λέξεων, εκφράσεων κ.λπ.
  2. το πομπώδες ύφος στην ομιλία για λόγους επιδείξεως ή για καυχησιολογία
  3. η υπερβολή στην έκφραση, η χρήση πομπωδών και επιτηδευμένων μέσων εκφράσεως

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στόμφος < στέμβω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στόμφος, -ου αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά) το γεμάτο στόμα, έτσι ώστε τα μάγουλα να φαίνονται φουσκωμένα
  2. πομπώδης έκφραση που υποδηλώνει αλαζονεία ή τάση επίδειξης
    ※  3ος αιώνας κε Λογγίνος, On the Sublime, Περὶ ὕψους, 32.7 @scaife.perseus
    ἐπὶ γὰρ τούτοις καὶ τὸν Πλάτωνα οὐχ ἥκιστα διασύρουσι, πολλάκις ὥσπερ ὑπὸ βακχείας τινὸς τῶν λόγων εἰς ἀκράτους καὶ ἀπηνεῖς μεταφορὰς καὶ εἰς ἀλληγορικὸν στόμφον ἐκφερόμενον.
    ※  3ος αιώνας κε Λογγίνος, On the Sublime, Περὶ ὕψους, 3.1 @scaife.perseus
    ὅπου δ ἐν τραγῳδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει καὶ ἐπιδεχομένῳ στόμφον,
  3. κομπασμός, μεγαλοστομία, καυχησιολογία, αλαζονεία
  4. επίπληξη, χλευασμός, κακολογία, λοιδορία
     συνώνυμα: στόβος
  5. (ως επίθ. για ανθρώπους) με γεμάτο στόμα, καυχησιάρης

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]