στόχαση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στόχαση οι στοχάσεις
      γενική της στόχασης* των στοχάσεων
    αιτιατική τη στόχαση τις στοχάσεις
     κλητική στόχαση στοχάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στοχάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στόχαση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στόχα(σις) (εικασία) + -ση [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsto.xa.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στό‐χα‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στόχαση θηλυκό

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις στοχάζομαι και στόχος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]