στόχαση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στόχαση | οι | στοχάσεις |
γενική | της | στόχασης* | των | στοχάσεων |
αιτιατική | τη | στόχαση | τις | στοχάσεις |
κλητική | στόχαση | στοχάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στοχάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στόχαση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στόχα(σις) (εικασία) + -ση [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsto.xa.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στό‐χα‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στόχαση θηλυκό
- (λαϊκότροπο, (λογοτεχνικό)) άλλη μορφή του στοχασμός
Παράγωγα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις στοχάζομαι και στόχος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στόχαση
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ στόχαση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)