στόχος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | στόχος | οι | στόχοι |
| γενική | του | στόχου | των | στόχων |
| αιτιατική | τον | στόχο | τους | στόχους |
| κλητική | στόχε | στόχοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στόχος < αρχαία ελληνική στόχος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steygʰ- (περπατώ, πηγαίνω, σκαρφαλώνω)

Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στόχος αρσενικό
- ο σκοπός
- αυτό που θέλει κάποιος να συνατήσει η ρίψη του
- το παιχνίδι αντικείμενο σκοποβολίας