στύβω την πέτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]στύβω την πέτρα
- (λαϊκότροπο) έχω εκπληκτική δύναμη, τα καταφέρνω πολύ καλά (θα έπαιρνα ζουμί ακόμη κι από μία πέτρα)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- είμαι χειροδύναμος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στύβω την πέτρα
|