στύβω το μυαλό μου
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
στύβω το μυαλό μου
- προσπαθώ να σκεφτώ με μεγάλη ένταση (αλλά συνήθως χωρίς αποτέλεσμα)
- Έστυβε το μυαλό της για να θυμηθεί τ' όνομά του. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που της είχε συστηθεί.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στύβω το μυαλό μου